Greek Meaning of applicable
εφαρμόσιμο
Other Greek words related to εφαρμόσιμο
- Εφαρμοστικός
- εφαρμοσμένο
- πρακτικός
- Πρακτικός
- χρήσιμος
- Διαθέσιμο
- Λειτουργικός
- πραγματιστής
- πρακτικός
- επισκευάσιμος
- χρηστικό
- χρηστικό
- εφικτό
- λειτουργική
- Προσβάσιμο
- ενεργός
- βαναυσικός
- προσγειωμένος
- εργαζόμενος
- λειτουργικός
- πρακτικός
- καθημερινό
- εφικτός
- λειτουργική
- λειτουργικός
- Προσιτός
- εξαιρετικά πρακτικό
- ωφελιμιστικός
Nearest Words of applicable
- applicancy => εφαρμογή
- applicant => υποψήφιος
- applicate => εφαρμόσιμος
- application => εφαρμογή
- application form => Αίτηση
- application program => Πρόγραμμα εφαρμογής
- application-oriented language => Γλώσσα προσανατολισμένη σε εφαρμογές
- applications programme => Πρόγραμμα εφαρμογών
- applicative => Εφαρμοστικός
- applicator => απλικατέρ
Definitions and Meaning of applicable in English
applicable (s)
capable of being applied; having relevance
applicable (a.)
Capable of being applied; fit or suitable to be applied; having relevance; as, this observation is applicable to the case under consideration.
FAQs About the word applicable
εφαρμόσιμο
capable of being applied; having relevanceCapable of being applied; fit or suitable to be applied; having relevance; as, this observation is applicable to the c
Εφαρμοστικός,εφαρμοσμένο,πρακτικός,Πρακτικός,χρήσιμος,Διαθέσιμο,Λειτουργικός,πραγματιστής,πρακτικός,επισκευάσιμος
αφηρημένος,ακαδημαϊκός,Ανεφάρμοστο,Ανέφικτο,μη εφαρμόσιμα,θεωρητικός,Άχρηστο,ανέφικτος,άχρηστος,απρόσιτος
applicability => εφαρμοστικότητα, appliance => συσκευές, appliable => εφαρμόσιμο, applewood => ξύλο μηλιάς, appleton layer => Στρώμα Appleton,