Greek Meaning of application-oriented language
Γλώσσα προσανατολισμένη σε εφαρμογές
Other Greek words related to Γλώσσα προσανατολισμένη σε εφαρμογές
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of application-oriented language
- applications programme => Πρόγραμμα εφαρμογών
- applicative => Εφαρμοστικός
- applicator => απλικατέρ
- applicatorily => εφαρμοσμένα
- applicatory => εφαρμοστικός
- applied => εφαρμοσμένο
- applied anatomy => εφαρμοσμένη ανατομία
- applied math => εφαρμοσμένα μαθηματικά
- applied mathematics => εφαρμοσμένα μαθηματικά
- applied psychology => Εφαρμοσμένη ψυχολογία
Definitions and Meaning of application-oriented language in English
application-oriented language (n)
a language whose statements resemble terminology of the user
FAQs About the word application-oriented language
Γλώσσα προσανατολισμένη σε εφαρμογές
a language whose statements resemble terminology of the user
No synonyms found.
No antonyms found.
application program => Πρόγραμμα εφαρμογής, application form => Αίτηση, application => εφαρμογή, applicate => εφαρμόσιμος, applicant => υποψήφιος,