Greek Meaning of applicative
Εφαρμοστικός
Other Greek words related to Εφαρμοστικός
- εφαρμόσιμο
- εφαρμοσμένο
- Πρακτικός
- πραγματιστής
- πρακτικός
- χρήσιμος
- Λειτουργικός
- πρακτικός
- επισκευάσιμος
- χρηστικό
- χρηστικό
- ωφελιμιστικός
- εφικτό
- λειτουργική
- Προσβάσιμο
- ενεργός
- ευέλικτος
- Διαθέσιμο
- βαναυσικός
- προσγειωμένος
- εργαζόμενος
- λειτουργικός
- πρακτικός
- καθημερινό
- εφικτός
- λειτουργική
- λειτουργικός
- Προσιτός
- εξαιρετικά πρακτικό
Nearest Words of applicative
- applications programme => Πρόγραμμα εφαρμογών
- application-oriented language => Γλώσσα προσανατολισμένη σε εφαρμογές
- application program => Πρόγραμμα εφαρμογής
- application form => Αίτηση
- application => εφαρμογή
- applicate => εφαρμόσιμος
- applicant => υποψήφιος
- applicancy => εφαρμογή
- applicable => εφαρμόσιμο
- applicability => εφαρμοστικότητα
- applicator => απλικατέρ
- applicatorily => εφαρμοσμένα
- applicatory => εφαρμοστικός
- applied => εφαρμοσμένο
- applied anatomy => εφαρμοσμένη ανατομία
- applied math => εφαρμοσμένα μαθηματικά
- applied mathematics => εφαρμοσμένα μαθηματικά
- applied psychology => Εφαρμοσμένη ψυχολογία
- applied science => εφαρμοσμένη επιστήμη
- applied scientist => Εφαρμοσμένος επιστήμονας
Definitions and Meaning of applicative in English
applicative (s)
readily applicable or practical
applicative (a.)
Capable of being applied or used; applying; applicatory; practical.
FAQs About the word applicative
Εφαρμοστικός
readily applicable or practicalCapable of being applied or used; applying; applicatory; practical.
εφαρμόσιμο,εφαρμοσμένο,Πρακτικός,πραγματιστής,πρακτικός,χρήσιμος,Λειτουργικός,πρακτικός,επισκευάσιμος,χρηστικό
αφηρημένος,ακαδημαϊκός,Ανεφάρμοστο,Ανέφικτο,μη εφαρμόσιμα,θεωρητικός,θεωρητικός,Άχρηστο,ανέφικτος,άχρηστος
applications programme => Πρόγραμμα εφαρμογών, application-oriented language => Γλώσσα προσανατολισμένη σε εφαρμογές, application program => Πρόγραμμα εφαρμογής, application form => Αίτηση, application => εφαρμογή,