Greek Meaning of theoretic

θεωρητικός

Other Greek words related to θεωρητικός

Definitions and Meaning of theoretic in English

Wordnet

theoretic (a)

concerned primarily with theories or hypotheses rather than practical considerations

Webster

theoretic (a.)

Alt. of Theoretical

FAQs About the word theoretic

θεωρητικός

concerned primarily with theories or hypotheses rather than practical considerationsAlt. of Theoretical

εικαστικός,υποθετικός,εικαζόμενο,αφηρημένος,ακαδημαϊκός,ακαδημαϊκός,εννοιολογικός, εννοιακός,υποτιθέμενος,υποθετικός,αμφιλεγόμενος

πραγματικός,κλινικός,πραγματικός,Πρακτικός,πραγματικός,σκυρόδεμα,ορισμένος,ορισμένος,επιδεικνυόμενος,διακριτός

theoremic => Θεωρητικό, theorematist => Θεωρητικός, theorematical => θεωρητικός, theorematic => θεωρηματικός, theorem => Θεώρημα,