Greek Meaning of unproved
αναπόδεικτο
Other Greek words related to αναπόδεικτο
- πραγματικός
- κλινικός
- πραγματικός
- Πρακτικός
- πραγματικός
- σκυρόδεμα
- επιβεβαιωμένο
- ορισμένος
- ορισμένος
- επιδεικνυόμενος
- διακριτός
- εμπειρικός
- εμπειρικός
- καθιερωμένος
- παρατηρησιακός
- αποδεδειγμένο
- τεκμηριωμένος
- ελέγχθηκε
- επικυρωμένος
- βεβαιωμένος
- ελεγμένο ως γνήσιο
- μη κερδοσκοπικός
- δοκιμασμένο από το χρόνο
- επαληθευμένο
Nearest Words of unproved
Definitions and Meaning of unproved in English
unproved (a)
not proved
FAQs About the word unproved
αναπόδεικτο
not proved
υποτιθέμενος,εικαστικός,υποθετικός,υποτιθέμενος,προτεινόμενος,εικαζόμενο,θεωρητικός,αποδεδειγμένος,αδοκίμαστος,ακαδημαϊκός
πραγματικός,κλινικός,πραγματικός,Πρακτικός,πραγματικός,σκυρόδεμα,επιβεβαιωμένο,ορισμένος,ορισμένος,επιδεικνυόμενος
unprovable => αποδεικτο, unprotestantize => αποπροτεσταντοποιώ, unprotective => απροστάτευτος, unprotectedness => ανυπόστατο, unprotected => Ασυνόδευτος,