Greek Meaning of defined

ορισμένος

Other Greek words related to ορισμένος

Definitions and Meaning of defined in English

Wordnet

defined (a)

clearly characterized or delimited

Wordnet

defined (s)

showing clearly the outline or profile or boundary

Webster

defined (imp. & p. p.)

of Define

FAQs About the word defined

ορισμένος

clearly characterized or delimited, showing clearly the outline or profile or boundaryof Define

ορισμένος,πεπερασμένος,περιορισμένος,περιορισμένος,οριοθετημένο,περιγεγραμμένο,καθορισμένος,μετρημένος,στενός,συγκεκριμένος

απεριόριστος,αναρίθμητοι,αδιάστατος,ατελείωτος,γενικός,αμέτρητος,αμετρήσιμος,Αόριστος,ανεξάντλητος,άπειρος

define => ορισμός, definable => Ορίζοντες, defiling => βεβήλωση, defiliation => αποσυνδύαση, defilement => βεβήλωση,