Greek Meaning of constricted
στενός
Other Greek words related to στενός
- εξασθενημένος
- συμπιεσμένος
- Συμπυκνωμένο
- συμφωνημένο
- επιμηκύνω
- επιμήκης
- γραμμικός
- συμπιεσμένο
- σφιχτός
- σφιχτό
- εξασθενώ
- στενόχωρο πέρασμα
- κοντά
- Λιγερός
- στενός
- βελονοειδής
- λυγερός
- καλαμένιος
- αδύνατο
- λεπτή
- αδύνατος
- ινώδες
- λεπτός
- Κλαδάκι
- λυγερός
- λεπτή
- καλό
- ψηλόλιγνος
- Λεπτό σαν χαρτί
- κορδόνι παπουτσιού
- αδύνατος
- λεπτό σίδερο
- εφεδρικό
- ψηλός/-ή
- υπερλεπτό
Nearest Words of constricted
Definitions and Meaning of constricted in English
constricted (s)
especially tense; especially in some dialects
constricted (a)
drawn together or squeezed physically or by extension psychologically
FAQs About the word constricted
στενός
especially tense; especially in some dialects, drawn together or squeezed physically or by extension psychologically
εξασθενημένος,συμπιεσμένος,Συμπυκνωμένο,συμφωνημένο,επιμηκύνω,επιμήκης,γραμμικός,συμπιεσμένο,σφιχτός,σφιχτό
Ευρύς,λίπος,παχύς,ευρύ,ογκώδης,χοντρός,μαζικός,Καθίσματα,γεροδεμένος,κοντόχοντρος
constrict => συσφίγγω, constraint => περιορισμός, constraining => περιοριστική, constrainedly => Περιοριστικά, constrained => περιορισμένος,