Greek Meaning of constrained

περιορισμένος

Other Greek words related to περιορισμένος

Definitions and Meaning of constrained in English

Wordnet

constrained (s)

lacking spontaneity; not natural

FAQs About the word constrained

περιορισμένος

lacking spontaneity; not natural

ελεγχόμενο,με αυτοπειθαρχία ,ανασταλμένος,οργανωμένος,καταπιεσμένος,συγκρατημένος,ευπρεπής,άξιος τιμωρίας,κολακεία,Κυβερνήσιμος

δύστροπος,αντίθετος,αυθάδης,προκλητικός,ανυπάκουος,επίμονος,απείθαρχος,αντάρτης,αδάμαστος,στασιαστικός

constrain => περιορίζω, constitutive => συνιστατικό, constitutionally => Συνταγματικά, constitutionalize => συνταγματικοποιώ, constitutionalist => Συνταγματιστής,