Greek Meaning of constrained
περιορισμένος
Other Greek words related to περιορισμένος
- ελεγχόμενο
- με αυτοπειθαρχία
- ανασταλμένος
- οργανωμένος
- καταπιεσμένος
- συγκρατημένος
- ευπρεπής
- άξιος τιμωρίας
- κολακεία
- Κυβερνήσιμος
- διαχειρίσιμο
- διαχειρίσιμος
- ευγενικός
- ήπιος
- υποτακτικός
- δουλοπρεπής
- δουλοπρεπής
- υφιστάμενος
- υποταγμένος
- εξημερώνω
- Διδάξιμος
- εκπαιδεύσιμος
- συγκρατημένος
- συγκαταβατικός
- ευχάριστος
- Επιδεκτικός
- φιλικός
- υπάκουος
- συμβατός
- Συμφωνούσα
- υπάκουος
- φιλότιμος
- υπάκουος
- ήπιος
- υπάκουος
- υπάκουος
- προθυμος
- ειρηνικός
- μαλακός
- υποτακτικός
- χειραγωγίσιμος
- υποχωρητικός
- υποκλίνεστε
- παράδοση
- δύστροπος
- αντίθετος
- αυθάδης
- προκλητικός
- ανυπάκουος
- επίμονος
- απείθαρχος
- αντάρτης
- αδάμαστος
- στασιαστικός
- μη συμμορφωμένο
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- Θορυβώδης
- δύστροπος
- επαναστάτης
- επαναστατημένος
- ανυπότακτος
- πυρίμαχος
- ανθεκτικό
- ανήσυχος
- πεισματάρης
- ανεξέλεγκτο
- Ακυβέρνητος
- αδιαχειρίστη
- άτακτος
- δυσμενής
- αμετάπειστος
- ατίθασος
- Άγρια
- εσκεμμένος
- εκούσιος
- κακός
- δύστροπος
- προκλητικός
- ακατάστατη
- περιπλανώμενος
- δυσάρεστος
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- ασύμβατος
- σκανταλιάρης
- πεισματάρης
- άτακτος
- διεστραμμένος
- πεισματάρης
- αυθάδης
- αδιάθετος
- απείθαρχος
- αγενής
- διαφωνούντας
- Κακομαθημένος
- αγενής
- Θρασύς
- θρασύς
- Κακός
- nonkonformistas
- Αγενής
Nearest Words of constrained
- constrain => περιορίζω
- constitutive => συνιστατικό
- constitutionally => Συνταγματικά
- constitutionalize => συνταγματικοποιώ
- constitutionalist => Συνταγματιστής
- constitutionalism => Συνταγματισμός
- constitutionalise => συνταγματικοποιώ
- constitutional union party => Συνταγματικό Ενωτικό Κόμμα
- constitutional convention => Συντακτική συνέλευση
- constitutional => συνταγματικός
Definitions and Meaning of constrained in English
constrained (s)
lacking spontaneity; not natural
FAQs About the word constrained
περιορισμένος
lacking spontaneity; not natural
ελεγχόμενο,με αυτοπειθαρχία ,ανασταλμένος,οργανωμένος,καταπιεσμένος,συγκρατημένος,ευπρεπής,άξιος τιμωρίας,κολακεία,Κυβερνήσιμος
δύστροπος,αντίθετος,αυθάδης,προκλητικός,ανυπάκουος,επίμονος,απείθαρχος,αντάρτης,αδάμαστος,στασιαστικός
constrain => περιορίζω, constitutive => συνιστατικό, constitutionally => Συνταγματικά, constitutionalize => συνταγματικοποιώ, constitutionalist => Συνταγματιστής,