Greek Meaning of balky

δύστροπος

Other Greek words related to δύστροπος

Definitions and Meaning of balky in English

Wordnet

balky (s)

stopping short and refusing to go on

Webster

balky (a.)

Apt to balk; as, a balky horse.

FAQs About the word balky

δύστροπος

stopping short and refusing to go onApt to balk; as, a balky horse.

προκλητικός,επίμονος,Θορυβώδης,επαναστάτης,επαναστατημένος,ανυπότακτος,πεισματάρης,ατίθασος,εκούσιος,αμετάπειστος

συγκαταβατικός,ευχάριστος,Επιδεκτικός,φιλικός,συμβατός,Συμφωνούσα,συνεταιρισμός,σεβαστικός,υπάκουος,υπάκουος

balkline => Μπάρα, balkish => Διστακτικός, balkingly => απρόθυμα, balking => αντίσταση, balkiness => μπόζο,