Greek Meaning of balker
Ξύλο
Other Greek words related to Ξύλο
- Ντροπή
- εμπόδιο
- αφήνω
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- Φράγμα
- μπλοκ
- Βάρος
- αλυσίδα
- απόφραξη
- περιορισμός
- κράμπα
- καθυστέρηση
- αποτρεπτικός
- βάρος
- αναπηρία
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- Αναστολή
- παρεμβολή
- Φόρτωμα
- σταματάω
- σκόπελος
- δεσμά
- σύλληψη
- μπάρα
- bit
- αποκλεισμός
- Αποκλεισμός
- Φρένο
- aρπάζω
- έλεγχος
- στένωμα
- Πεζοδρόμιο
- κίνδυνος
- δυσκολία
- Μειονέκτημα
- σύρετε
- μειονέκτημα
- Εμπάργκο
- δεσμός
- δυσκολία
- κίνδυνος
- Λαγκάς
- κράτημα
- χειροπέδες
- κίνδυνος
- ηνία
- συγκράτηση
- Τρίβω
- κόμπος
- περίπτερο
- Πέτρινος τοίχος
- διακοπή
- δίχτυ
- Τοίχος από τούβλα
Nearest Words of balker
Definitions and Meaning of balker in English
balker (n)
a person who refuses to comply
balker (n.)
One who, or that which balks.
A person who stands on a rock or eminence to espy the shoals of herring, etc., and to give notice to the men in boats which way they pass; a conder; a huer.
FAQs About the word balker
Ξύλο
a person who refuses to complyOne who, or that which balks., A person who stands on a rock or eminence to espy the shoals of herring, etc., and to give notice t
Ντροπή,εμπόδιο,αφήνω,εμπόδιο,εμπόδιο,Φράγμα,μπλοκ,Βάρος,αλυσίδα,απόφραξη
πλεονέκτημα,καταλύτης,ώθηση,κίνητρο,σπιρούνι,ερέθισμα,βοήθεια,βοήθεια,όφελος,Σπάω
balked => σταμάτησε, balkans => Βαλκάνια, balkanize => βαλκανίζω, balkanise => Βαλκανίζω, balkan wars => Βαλκανικοί Πόλεμοι,