Greek Meaning of obstacle
εμπόδιο
Other Greek words related to εμπόδιο
- Φράγμα
- Ντροπή
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- μπλοκ
- Βάρος
- αλυσίδα
- περιορισμός
- αποτρεπτικός
- βάρος
- αναπηρία
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- Αναστολή
- παρεμβολή
- αφήνω
- Φόρτωμα
- σταματάω
- σκόπελος
- δεσμά
- σύλληψη
- βαλκ
- μπάρα
- bit
- αποκλεισμός
- Αποκλεισμός
- Φρένο
- aρπάζω
- απόφραξη
- κράμπα
- στένωμα
- Πεζοδρόμιο
- κίνδυνος
- καθυστέρηση
- δυσκολία
- Μειονέκτημα
- σύρετε
- μειονέκτημα
- Εμπάργκο
- δεσμός
- δυσκολία
- κίνδυνος
- κράτημα
- χειροπέδες
- κίνδυνος
- Υφάλμυρος
- ηνία
- συγκράτηση
- Τρίβω
- κόμπος
- περίπτερο
- Πέτρινος τοίχος
- διακοπή
- δίχτυ
- Τοίχος από τούβλα
Nearest Words of obstacle
Definitions and Meaning of obstacle in English
obstacle (n)
something immaterial that stands in the way and must be circumvented or surmounted
an obstruction that stands in the way (and must be removed or surmounted or circumvented)
obstacle (v.)
That which stands in the way, or opposes; anything that hinders progress; a hindrance; an obstruction, physical or moral.
FAQs About the word obstacle
εμπόδιο
something immaterial that stands in the way and must be circumvented or surmounted, an obstruction that stands in the way (and must be removed or surmounted or
Φράγμα,Ντροπή,εμπόδιο,εμπόδιο,μπλοκ,Βάρος,αλυσίδα,περιορισμός,αποτρεπτικός,βάρος
πλεονέκτημα,καταλύτης,ακμή,ώθηση,κίνητρο,σπιρούνι,ερέθισμα,βοήθεια,βοήθεια,όφελος
obsoletism => Απαρχαιότητα, obsoleteness => Απαρχαιωτισμός, obsoletely => παρωχημένα, obsolete => παρωχημένος, obsolescent => απαρχαιωμένος,