Greek Meaning of obsolescent

απαρχαιωμένος

Other Greek words related to απαρχαιωμένος

Definitions and Meaning of obsolescent in English

Wordnet

obsolescent (s)

becoming obsolete

Webster

obsolescent (a.)

Going out of use; becoming obsolete; passing into desuetude.

FAQs About the word obsolescent

απαρχαιωμένος

becoming obsoleteGoing out of use; becoming obsolete; passing into desuetude.

γήρανση,ξεπερασμένος,αρχαϊκός,απορριφθεί,απολιθωμένο,μεσαιωνικός,μεσαιωνικός,Πεθαμένος,παρωχημένος,ξεπερασμένος

Σύγχρονο,τρέχων,μοντέρνος,νέος,σύγχρονος,πρόσφατος,φρέσκος,Λειτουργικός,Mod,μοντέρνος

obsolescence => Απαρχαιοποίηση, obsolesce => απαρχαιώνω, obsignatory => υπογράφων, obsignation => Υπογραφή, obsignate => σφραγισμένος,