Greek Meaning of neolithic
Νεολιθική εποχή
Other Greek words related to Νεολιθική εποχή
- ξεπερασμένος
- αρχαϊκός
- μεσαιωνικός
- παρωχημένος
- προϊστορικός
- προϊστορικός
- γήρανση
- αρχαίος
- αντίκα
- χρονολογημένος
- καταργημένος
- απορριφθεί
- ληγμένο
- απολιθωμένο
- ιστορικός
- ιστορικός
- αργά
- μεσαιωνικός
- Πεθαμένος
- καλυμμένο με βρύα
- παλιό
- ξεπερασμένος
- ξεπερασμένος.
- ξεπερασμένο
- Σκουριασμένος
- Εποχή του λίθου
- συνταξιούχος
- άχρηστος
- vintage
- φθαρμένος
- ηλικιωμένοι
- γήρανση
- προκατακλυσμιαίος
- αταβιστικός
- παρελθόν
- νεκρός
- αναξιοποίητος
- αδρανής
- άλλοτε
- εξαφανισμένος
- χέρσος
- πρώην
- δωρεάν
- μπαγιάτικος
- πολιός
- αδρανής
- αδρανής
- αδρανής
- ανεγχείρητος
- ανενεργός
- καπούτ
- λανθάνων
- σκοροφαγωμένος
- μουχλιασμένο
- Νωαχικός
- απαρχαιωμένος
- παλιομοδίτικος
- ο παλαιός κόσμος
- παλαιάς κοπής
- παρελθόν
- ρετρό
- Άχρηστο
- ανέφικτος
- εξαφανίστηκε
- σεβάσμιος
- ξεπερασμένος
- παλιομοδίτικος
- καππούτ
- παρελθόν
Nearest Words of neolithic
- neolith => Νεολιθική
- neoliberalism => Νεοφιλελευθερισμός
- neoliberal => νεοφιλελεύθερος
- neolentinus ponderosus => Νεολεντίνος ο βαρύς
- neolentinus => Νεολεντινους
- neo-latin => νεολατινική
- neo-lamarckism => νεολαμαρκισμός
- neo-lamarckian => Νεολαμαρκικός
- neo-kantianism => Νεοκαντιανισμός
- neo-kantian => νεοκαντιανισμός
Definitions and Meaning of neolithic in English
neolithic (n)
latest part of the Stone Age beginning about 10,000 BC in the Middle East (but later elsewhere)
neolithic (a)
of or relating to the most recent period of the Stone Age (following the mesolithic)
neolithic (a.)
Of or pertaining to, or designating, an era characterized by late remains in stone.
FAQs About the word neolithic
Νεολιθική εποχή
latest part of the Stone Age beginning about 10,000 BC in the Middle East (but later elsewhere), of or relating to the most recent period of the Stone Age (foll
ξεπερασμένος,αρχαϊκός,μεσαιωνικός,παρωχημένος,προϊστορικός,προϊστορικός,γήρανση,αρχαίος,αντίκα,χρονολογημένος
Σύγχρονο,τρέχων,μοντέρνος,νέος,σύγχρονος,πρόσφατος,φρέσκος,Λειτουργικός,Mod,μοντέρνος
neolith => Νεολιθική, neoliberalism => Νεοφιλελευθερισμός, neoliberal => νεοφιλελεύθερος, neolentinus ponderosus => Νεολεντίνος ο βαρύς, neolentinus => Νεολεντινους,