Greek Meaning of mossy
καλυμμένο με βρύα
Other Greek words related to καλυμμένο με βρύα
- ξεπερασμένος
- αρχαϊκός
- μεσαιωνικός
- παρωχημένος
- προϊστορικός
- προϊστορικός
- Σκουριασμένος
- γήρανση
- αρχαίος
- αντίκα
- χρονολογημένος
- νεκρός
- καταργημένος
- απορριφθεί
- ληγμένο
- απολιθωμένο
- ιστορικός
- ιστορικός
- μεσαιωνικός
- Πεθαμένος
- σκοροφαγωμένος
- Νεολιθική εποχή
- παλιό
- ξεπερασμένος
- ξεπερασμένος.
- ξεπερασμένο
- ρετρό
- Εποχή του λίθου
- συνταξιούχος
- άχρηστος
- vintage
- παλιομοδίτικος
- φθαρμένος
- ηλικιωμένοι
- γήρανση
- Αιωνόβιος
- προκατακλυσμιαίος
- αταβιστικός
- παρελθόν
- αναξιοποίητος
- αδρανής
- άλλοτε
- εξαφανισμένος
- χέρσος
- πρώην
- δωρεάν
- μπαγιάτικος
- πολιός
- αδρανής
- αδρανής
- αδρανής
- ανεγχείρητος
- ανενεργός
- καπούτ
- αργά
- λανθάνων
- μουχλιασμένο
- Νωαχικός
- απαρχαιωμένος
- παλιομοδίτικος
- ο παλαιός κόσμος
- παλαιάς κοπής
- παρελθόν
- Άχρηστο
- ανέφικτος
- εξαφανίστηκε
- σεβάσμιος
- ξεπερασμένος
- καππούτ
- παλιομοδίτικη
- παρελθόν
Nearest Words of mossy
- mossy saxifrage => Σαξιφράγκα η βρυώδης
- mossycup oak => Δρυς η λαμπροφυλια
- mossy-cup oak => Δρυς καρυόφυλλος
- most => τα περισσότερα
- most especially => κυρίως
- most importantly => Πιο σημαντικό
- most valuable player => Πολυτιμότερος παίκτης
- mostaccioli => Μοστατσιόλι
- mostahiba => mostahiba
- moste => περισσότερο
Definitions and Meaning of mossy in English
mossy (s)
overgrown with moss
(used pejoratively) out of fashion; old fashioned
mossy (superl.)
Overgrown with moss; abounding with or edged with moss; as, mossy trees; mossy streams.
Resembling moss; as, mossy green.
FAQs About the word mossy
καλυμμένο με βρύα
overgrown with moss, (used pejoratively) out of fashion; old fashionedOvergrown with moss; abounding with or edged with moss; as, mossy trees; mossy streams., R
ξεπερασμένος,αρχαϊκός,μεσαιωνικός,παρωχημένος,προϊστορικός,προϊστορικός,Σκουριασμένος,γήρανση,αρχαίος,αντίκα
Σύγχρονο,τρέχων,φρέσκος,μοντέρνος,νέος,σύγχρονος,πρόσφατος,ενεργός,Λειτουργικός,Mod
moss-trooper => Μουσσάρης, mosstrooper => τσολιάς, mosstone => Μούσκλα, mossing => βρύα, mossiness => βρυακότητα,