Greek Meaning of present-day
σύγχρονος
Other Greek words related to σύγχρονος
- Σύγχρονο
- τρέχων
- μοντέρνος
- νέος
- Σχεδιαστής
- μοντέρνος
- φουτουριστικός
- τελευταίος
- μοντερνιστικός
- μοντέρνος
- καινούργιος
- Τελευταίας τεχνολογίας
- κομψό
- υπερσύγχρονο
- Ενημερωμένος
- νέα εποχή
- τι συμβαίνει
- Υψηλής τεχνολογίας
- ζεστό
- σε
- τελευταίο
- τελευταίας εποχής
- Mod
- μοντέρνος
- τώρα
- πρόσφατος
- φλογερός
- Διαστημική εποχή
- επίκαιρος
- νέας μόδας
- νέος
- ενημερωμένος/-η/-ο
- ηλικιωμένοι
- Αιωνόβιος
- αναχρονιστικός
- αρχαίος
- προκατακλυσμιαίος
- ξεπερασμένος
- αρχαϊκός
- παρελθόν
- χρονολογημένος
- πρώην
- μπαγιάτικος
- ιστορικός
- ιστορικός
- πολιός
- αργά
- μουχλιασμένο
- παλιό
- παλιομοδίτικος
- παλιός
- παλαιάς κοπής
- ξεπερασμένο
- παρελθόν
- σεβάσμιος
- αντίκα
- παρωχημένος
- ο παλαιός κόσμος
- ξεπερασμένος.
- πάσο
- ρετρό
- ανάδρομος
- παλιομοδίτικη
- φθαρμένος
- Αθάνατος
- απορριφθεί
- αναξιοποίητος
- ξεχασμένος
- απομακρυσμένος
- διαχρονικός
- μη εκσυγχρονισμένο
- καππούτ
Nearest Words of present-day
- presentational => παρουσιαστικός
- presentation => παρουσίαση
- presentably => αξιοπρεπώς
- presentable => Παρουσιάσιμος
- present value => Τρέχουσα αξία
- present times => παρόν
- present tense => Ενεστώτας
- present progressive tense => Συνεχόμενος ενεστώτας
- present progressive => ενεστώτας συνοδευτικός
- present perfect tense => Συντελικός ενεστώτας
Definitions and Meaning of present-day in English
present-day (s)
belonging to the present time
FAQs About the word present-day
σύγχρονος
belonging to the present time
Σύγχρονο,τρέχων,μοντέρνος,νέος,Σχεδιαστής,μοντέρνος,φουτουριστικός,τελευταίος,μοντερνιστικός,μοντέρνος
ηλικιωμένοι,Αιωνόβιος,αναχρονιστικός,αρχαίος,προκατακλυσμιαίος,ξεπερασμένος,αρχαϊκός,παρελθόν,χρονολογημένος,πρώην
presentational => παρουσιαστικός, presentation => παρουσίαση, presentably => αξιοπρεπώς, presentable => Παρουσιάσιμος, present value => Τρέχουσα αξία,