Greek Meaning of old world

ο παλαιός κόσμος

Other Greek words related to ο παλαιός κόσμος

Definitions and Meaning of old world in English

Wordnet

old world (n)

the regions of the world that were known to Europeans before the discovery of the Americas

Wordnet

old world (s)

characteristic of former times especially in Europe

FAQs About the word old world

ο παλαιός κόσμος

the regions of the world that were known to Europeans before the discovery of the Americas, characteristic of former times especially in Europe

ξεπερασμένος,αντίκα,ιστορικός,ιστορικός,παλαιάς κοπής,ρετρό,παραδοσιακό,vintage,ηλικιωμένοι,αρχαίος

Σύγχρονο,τρέχων,φρέσκος,μοντέρνος,μοντερνιστής,μοντερνιστικός,νέος,καινούργιος,σύγχρονος,υπερσύγχρονο

old woman => γριά, old wives' tale => Γυναικείο κουτσομπολιό, old witchgrass => Παλιά γοητευτική χλόη, old witch grass => Χόρτο της γριάς μάγισσας, old times => Παλιοί καιροί,