Greek Meaning of atavistic

αταβιστικός

Other Greek words related to αταβιστικός

Definitions and Meaning of atavistic in English

Wordnet

atavistic (s)

characteristic of an atavist

FAQs About the word atavistic

αταβιστικός

characteristic of an atavist

ξεπερασμένος,αρχαϊκός,παρελθόν,άλλοτε,πρώην,απολιθωμένο,ιστορικός,ιστορικός,αργά,μεσαιωνικός

Σύγχρονο,τρέχων,μοντέρνος,νέος,σύγχρονος,πρόσφατος,φρέσκος,Λειτουργικός,Mod,μοντέρνος

atavist => ζωώδης, atavism => Ανατροπή, atavic => atavistic, ataunto => ataunto, ataunt => Επίθεση,