Greek Meaning of stone age

Εποχή του λίθου

Other Greek words related to Εποχή του λίθου

Definitions and Meaning of stone age in English

Wordnet

stone age (n)

(archeology) the earliest known period of human culture, characterized by the use of stone implements

FAQs About the word stone age

Εποχή του λίθου

(archeology) the earliest known period of human culture, characterized by the use of stone implements

ξεπερασμένος,αρχαϊκός,χρονολογημένος,μεσαιωνικός,παρωχημένος,παλιό,προϊστορικός,προϊστορικός,γήρανση,γήρανση

Σύγχρονο,τρέχων,φρέσκος,μοντέρνος,νέος,σύγχρονος,πρόσφατος,Λειτουργικός,Mod,μοντέρνος

stone => πέτρα, stomper => πατητής, stomp => πατάω με δύναμη, stomatous => στοματώδες, stomatopoda => Δολοφόνοι γαρίδες,