Greek Meaning of medieval
μεσαιωνικός
Other Greek words related to μεσαιωνικός
- αρχαίος
- ξεπερασμένος
- αρχαϊκός
- απολιθωμένο
- Νεολιθική εποχή
- παρωχημένος
- παλιό
- ξεπερασμένος.
- προϊστορικός
- προϊστορικός
- Σκουριασμένος
- αντίκα
- χρονολογημένος
- καταργημένος
- απορριφθεί
- αναξιοποίητος
- ληγμένο
- Πεθαμένος
- καλυμμένο με βρύα
- Νωαχικός
- ξεπερασμένος
- ξεπερασμένο
- Εποχή του λίθου
- συνταξιούχος
- άχρηστος
- vintage
- ξεπερασμένος
- παλιομοδίτικος
- φθαρμένος
- παρελθόν
- ηλικιωμένοι
- γήρανση
- Αιωνόβιος
- γήρανση
- προκατακλυσμιαίος
- αταβιστικός
- παρελθόν
- νεκρός
- αδρανής
- άλλοτε
- εξαφανισμένος
- χέρσος
- πρώην
- δωρεάν
- μπαγιάτικος
- ιστορικός
- ιστορικός
- πολιός
- αδρανής
- αδρανής
- αδρανής
- ανεγχείρητος
- ανενεργός
- καπούτ
- αργά
- λανθάνων
- σκοροφαγωμένος
- μουχλιασμένο
- απαρχαιωμένος
- παλιομοδίτικος
- ο παλαιός κόσμος
- παλαιάς κοπής
- παρελθόν
- ρετρό
- Άχρηστο
- ανέφικτος
- εξαφανίστηκε
- σεβάσμιος
- καππούτ
Nearest Words of medieval
- medieval greek => Μεσαιωνική ελληνική γλώσσα
- medieval latin => μεσαιωνικά λατινικά
- medieval mode => μεσαιωνικός τρόπος
- medieval schoolman => μεσαιωνικός σχολαστικός
- medievalism => μεσαιωνισμός
- medievalist => μεσαιωνολόγος
- medii => μέσα ενημέρωσης
- medina => μεδίνα
- medina epoch => Η περίοδος της Μεδίνας
- medinilla => Μεντινίλα
Definitions and Meaning of medieval in English
medieval (a)
relating to or belonging to the Middle Ages
medieval (s)
as if belonging to the Middle Ages; old-fashioned and unenlightened
characteristic of the time of chivalry and knighthood in the Middle Ages
medieval ()
Alt. of Medievalist
FAQs About the word medieval
μεσαιωνικός
relating to or belonging to the Middle Ages, as if belonging to the Middle Ages; old-fashioned and unenlightened, characteristic of the time of chivalry and kni
αρχαίος,ξεπερασμένος,αρχαϊκός,απολιθωμένο,Νεολιθική εποχή,παρωχημένος,παλιό,ξεπερασμένος.,προϊστορικός,προϊστορικός
Σύγχρονο,τρέχων,μοντέρνος,νέος,σύγχρονος,πρόσφατος,φρέσκος,Λειτουργικός,Mod,μοντέρνος
mediety => το ήμισυ, medics => ιατροί, medicornua => medicornua, medicornu => medicornu, medicommissure => Ιατρική επιτροπή,