Greek Meaning of refurbished
ανακαινισμένο
Other Greek words related to ανακαινισμένο
- ξεπερασμένος
- αρχαϊκός
- χρονολογημένος
- απολιθωμένο
- μεσαιωνικός
- μεσαιωνικός
- Πεθαμένος
- καλυμμένο με βρύα
- παρωχημένος
- ξεπερασμένος
- ξεπερασμένος.
- ξεπερασμένο
- προϊστορικός
- Σκουριασμένος
- Εποχή του λίθου
- συνταξιούχος
- φθαρμένος
- γήρανση
- απορριφθεί
- αναξιοποίητος
- σκοροφαγωμένος
- Νεολιθική εποχή
- απαρχαιωμένος
- προϊστορικός
- Άχρηστο
- άχρηστος
- παλιομοδίτικος
- καππούτ
- παρελθόν
- γήρανση
- ανεγχείρητος
- καπούτ
- Νωαχικός
- ανέφικτος
- ξεπερασμένος
Nearest Words of refurbished
Definitions and Meaning of refurbished in English
refurbished
to brighten or freshen up
FAQs About the word refurbished
ανακαινισμένο
to brighten or freshen up
μοντέρνος,ανανεωμένος,ανακαινισμένο,Σύγχρονο,φρέσκος,Λειτουργικός,μοντέρνος,λειτουργικός,επιχειρησιακό,ενεργός
ξεπερασμένος,αρχαϊκός,χρονολογημένος,απολιθωμένο,μεσαιωνικός,μεσαιωνικός,Πεθαμένος,καλυμμένο με βρύα,παρωχημένος,ξεπερασμένος
refunds => επιστροφές χρημάτων, refunding => επιστροφή χρημάτων, refunded => επιστράφηκαν, refuges => καταφύγια, refrozen => επανακατεψυγμένο,