Greek Meaning of refurbished

ανακαινισμένο

Other Greek words related to ανακαινισμένο

Definitions and Meaning of refurbished in English

refurbished

to brighten or freshen up

FAQs About the word refurbished

ανακαινισμένο

to brighten or freshen up

μοντέρνος,ανανεωμένος,ανακαινισμένο,Σύγχρονο,φρέσκος,Λειτουργικός,μοντέρνος,λειτουργικός,επιχειρησιακό,ενεργός

ξεπερασμένος,αρχαϊκός,χρονολογημένος,απολιθωμένο,μεσαιωνικός,μεσαιωνικός,Πεθαμένος,καλυμμένο με βρύα,παρωχημένος,ξεπερασμένος

refunds => επιστροφές χρημάτων, refunding => επιστροφή χρημάτων, refunded => επιστράφηκαν, refuges => καταφύγια, refrozen => επανακατεψυγμένο,