Greek Meaning of noachian
Νωαχικός
Other Greek words related to Νωαχικός
- ξεπερασμένος
- αρχαϊκός
- μεσαιωνικός
- παρωχημένος
- προϊστορικός
- προϊστορικός
- γήρανση
- αρχαίος
- αντίκα
- χρονολογημένος
- καταργημένος
- απορριφθεί
- ληγμένο
- απολιθωμένο
- ιστορικός
- ιστορικός
- αργά
- μεσαιωνικός
- Πεθαμένος
- καλυμμένο με βρύα
- Νεολιθική εποχή
- παλιό
- ξεπερασμένος
- ξεπερασμένος.
- ξεπερασμένο
- Σκουριασμένος
- Εποχή του λίθου
- συνταξιούχος
- άχρηστος
- vintage
- φθαρμένος
- ηλικιωμένοι
- γήρανση
- προκατακλυσμιαίος
- αταβιστικός
- παρελθόν
- νεκρός
- αναξιοποίητος
- αδρανής
- άλλοτε
- εξαφανισμένος
- χέρσος
- πρώην
- δωρεάν
- μπαγιάτικος
- πολιός
- αδρανής
- αδρανής
- αδρανής
- ανεγχείρητος
- ανενεργός
- καπούτ
- λανθάνων
- σκοροφαγωμένος
- μουχλιασμένο
- απαρχαιωμένος
- παλιομοδίτικος
- ο παλαιός κόσμος
- παλαιάς κοπής
- παρελθόν
- ρετρό
- Άχρηστο
- ανέφικτος
- εξαφανίστηκε
- σεβάσμιος
- ξεπερασμένος
- παλιομοδίτικος
- καππούτ
- παρελθόν
Nearest Words of noachian
- no-account => αχρείος
- noaa => NOAA
- no. => όχι
- no more => όχι άλλο
- no matter what happens => ό, τι και αν συμβεί
- no matter => δεν έχει σημασία
- no man's land => Ουδέτερη ζώνη
- no longer => δεν πια
- no fault insurance => Ασφάλιση χωρίς ενοχή
- no fault automobile insurance => Ασφάλεια αυτοκινήτου χωρίς υπαιτιότητα
Definitions and Meaning of noachian in English
noachian (a)
of or relating to Noah or his time
noachian (a.)
Of or pertaining to the patriarch Noah, or to his time.
FAQs About the word noachian
Νωαχικός
of or relating to Noah or his timeOf or pertaining to the patriarch Noah, or to his time.
ξεπερασμένος,αρχαϊκός,μεσαιωνικός,παρωχημένος,προϊστορικός,προϊστορικός,γήρανση,αρχαίος,αντίκα,χρονολογημένος
Σύγχρονο,τρέχων,μοντέρνος,νέος,σύγχρονος,πρόσφατος,φρέσκος,Mod,μοντέρνος,καινούργιος
no-account => αχρείος, noaa => NOAA, no. => όχι, no more => όχι άλλο, no matter what happens => ό, τι και αν συμβεί,