Greek Meaning of historic
ιστορικός
Other Greek words related to ιστορικός
- μεγάλος
- σημαντικός
- μεγάλος
- μνημειακός
- σημαντικός
- συνεπακόλουθος
- αποφασιστικός
- διακριτικός
- εξαίρετος
- Σεισμικός
- γεγονός γεμάτο γεγονότα
- Εξαιρετικός.
- υλικό
- ουσιαστικό
- σημαντικός
- πολύς
- αξιοσημείωτος
- αξιόλογος
- Εξαιρετικός
- κρίσιμος
- αξιοσημείωτος
- στρατηγικός
- ουσιαστικός
- Τεκτονικός
- βαρύς
- Καθοριστικής σημασίας
- κεντρικός
- κριτική
- κρίσιμος
- σοβαρός
- εξέχον
- ουσιαστικός
- διάσημος
- μοιραίος
- μοιραίος
- τάφος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- βαρύς
- διαπρεπής
- εντυπωσιακός
- κλειδί
- ευγενής
- διαβόητος
- περίβλεπτος
- εξέχων
- Διάσημος
- σοβαρός
- ειλικρινής
- πολύτιμος
- Ζωτικός
- αξίζει τον κόπο
- άξιος
Nearest Words of historic
- historic period => ιστορική περίοδος
- historical => ιστορικός
- historical document => Ιστορικό έγγραφο
- historical linguistics => Ιστορική γλωσσολογία
- historical paper => ιστορικό έγγραφο
- historical present => Ιστορικός ενεστώτας
- historical record => ιστορικό αρχείο
- historical school => Ιστορική σχολή
- historically => Ιστορικά
- historicalness => ιστορικότητα
Definitions and Meaning of historic in English
historic (s)
belonging to the past; of what is important or famous in the past
important in history
historic (a.)
Alt. of Historical
FAQs About the word historic
ιστορικός
belonging to the past; of what is important or famous in the past, important in historyAlt. of Historical
μεγάλος,σημαντικός,μεγάλος,μνημειακός,σημαντικός,συνεπακόλουθος,αποφασιστικός,διακριτικός,εξαίρετος,Σεισμικός
Ασημαντος,ασήμαντος,ασήμαντος,μικρός,ανήλικος,αμελητέος,ελαφρύ,μικρός,ασήμαντος,ασήμαντος
historian => Ιστορικός, historial => ιστορία, histophyly => Ιστοφυλία, histonomy => Ιστώνυμο, histone => Ιστόνη,