Greek Meaning of historicalness
ιστορικότητα
Other Greek words related to ιστορικότητα
- ντοκιμαντέρ
- πραγματικός
- κυριολεκτικός
- μη μυθοπλασίας
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- πραγματικός
- αυθεντικός
- Τεκμηριωμένο
- γνήσιος
- Γεγονός
- Στόχος
- πραγματικός
- αξιόπιστος
- απλός
- καλή τη πίστει
- βέβαιος
- επιβεβαιώσιμο
- επιδεικτικός
- καθιερωμένος
- σκληρός
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητο
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- απλός
- αποδείξιμος
- δεξιά
- υποφερτός, υποστηρικτός
- βιώσιμος
- Αδιαμφισβήτητος
- αναμφίβολος
- αναμφισβήτητο
- Επαληθεύσιμος
- Φανταστικός
- φανταστικός
- υποθετικός
- εικαζόμενο
- θεωρητικός
- θεωρητικός
- μυθιστορηματικά
- Μη ιστορικός
- ανιστόρητος
- απόκρυφος
- χιμαιρικός
- χιμαιρικός
- υπερβολικός
- καταπληκτικός
- Φαντασιώδης
- φανταστικός
- Φανταστικός
- φανταστικός
- εφεύρε
- θρυλικός
- υποκρίνομαι
- μυθικός
- μυθικός
- μη αυθεντικός
- ατεκμηρίωτο
- μη ντοκυμαντέρ
- μη πραγματικό
- κεντημένος
- φανταστικός
- αβάσταχτος
- προσποιούμαι
- ανυπόφορο
- επινοημένος
Nearest Words of historicalness
- historically => Ιστορικά
- historical school => Ιστορική σχολή
- historical record => ιστορικό αρχείο
- historical present => Ιστορικός ενεστώτας
- historical paper => ιστορικό έγγραφο
- historical linguistics => Ιστορική γλωσσολογία
- historical document => Ιστορικό έγγραφο
- historical => ιστορικός
- historic period => ιστορική περίοδος
- historic => ιστορικός
Definitions and Meaning of historicalness in English
historicalness (n)
the state of having in fact existed in the past
significance owing to its history
FAQs About the word historicalness
ιστορικότητα
the state of having in fact existed in the past, significance owing to its history
ντοκιμαντέρ,πραγματικός,κυριολεκτικός,μη μυθοπλασίας,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,πραγματικός,αυθεντικός,Τεκμηριωμένο,γνήσιος,Γεγονός
Φανταστικός,φανταστικός,υποθετικός,εικαζόμενο,θεωρητικός,θεωρητικός,μυθιστορηματικά,Μη ιστορικός,ανιστόρητος,απόκρυφος
historically => Ιστορικά, historical school => Ιστορική σχολή, historical record => ιστορικό αρχείο, historical present => Ιστορικός ενεστώτας, historical paper => ιστορικό έγγραφο,