Greek Meaning of literal
κυριολεκτικός
Other Greek words related to κυριολεκτικός
- ντοκιμαντέρ
- πραγματικός
- ιστορικός
- μη μυθοπλασίας
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- πραγματικός
- αυθεντικός
- Γεγονός
- Στόχος
- πραγματικός
- αξιόπιστος
- απλός
- καλή τη πίστει
- βέβαιος
- επιβεβαιώσιμο
- επιδεικτικός
- Τεκμηριωμένο
- καθιερωμένος
- γνήσιος
- σκληρός
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητο
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- απλός
- αποδείξιμος
- δεξιά
- υποφερτός, υποστηρικτός
- βιώσιμος
- Αδιαμφισβήτητος
- αναμφίβολος
- αναμφισβήτητο
- Επαληθεύσιμος
- Φανταστικός
- φανταστικός
- υποθετικός
- φανταστικός
- εικαζόμενο
- θεωρητικός
- θεωρητικός
- μυθιστορηματικά
- Μη ιστορικός
- ανιστόρητος
- απόκρυφος
- χιμαιρικός
- χιμαιρικός
- υπερβολικός
- καταπληκτικός
- Φαντασιώδης
- φανταστικός
- Φανταστικός
- φανταστικός
- εφεύρε
- θρυλικός
- υποκρίνομαι
- μυθικός
- μυθικός
- προσποιούμαι
- μη αυθεντικός
- ατεκμηρίωτο
- μη ντοκυμαντέρ
- μη πραγματικό
- κεντημένος
- αβάσταχτος
- ανυπόφορο
- επινοημένος
Nearest Words of literal
- literal error => κυριολεκτικό λάθος
- literal interpretation => Κυριολεκτική ερμηνεία
- literalise => κυριολεκτώ
- literalism => Λογοκρισία
- literalist => Κυριολεκτικός
- literalization => κυριολεκτική
- literalize => κυριολεκτικά
- literalized => κυριολεκτικός
- literalizer => κυριολεκτικός
- literalizing => κυριολεκτικός
Definitions and Meaning of literal in English
literal (n)
a mistake in printed matter resulting from mechanical failures of some kind
literal (s)
being or reflecting the essential or genuine character of something
without interpretation or embellishment
avoiding embellishment or exaggeration (used for emphasis)
literal (a)
limited to the explicit meaning of a word or text
literal (a.)
According to the letter or verbal expression; real; not figurative or metaphorical; as, the literal meaning of a phrase.
Following the letter or exact words; not free.
Consisting of, or expressed by, letters.
Giving a strict or literal construction; unimaginative; matter-of fast; -- applied to persons.
literal (n.)
meaning.
FAQs About the word literal
κυριολεκτικός
a mistake in printed matter resulting from mechanical failures of some kind, being or reflecting the essential or genuine character of something, without interp
ντοκιμαντέρ,πραγματικός,ιστορικός,μη μυθοπλασίας,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,πραγματικός,αυθεντικός,Γεγονός,Στόχος,πραγματικός
Φανταστικός,φανταστικός,υποθετικός,φανταστικός,εικαζόμενο,θεωρητικός,θεωρητικός,μυθιστορηματικά,Μη ιστορικός,ανιστόρητος
literacy => αλφαβητισμός, liter => λίτρο, lite => ελαφρύ, litchi tree => Λιτσί, litchi nut => Λιτσί,