Greek Meaning of lite
ελαφρύ
Other Greek words related to ελαφρύ
Nearest Words of lite
Definitions and Meaning of lite in English
lite (s)
having relatively few calories
lite (adv., & n.)
Little.
FAQs About the word lite
ελαφρύ
having relatively few caloriesLittle.
φως,απλός,δίαιτα,φυσικός,απλός,άνοστος,άπαχος,Μη παχυντικό,αδυνάτισμα
βαρύς,πλούσιος,λίπος,Λιπαρός,λαδερό,λιπαρός,Βουτυρένιος,θερμιδικός,θερμογόνος,παχυντικός
litchi tree => Λιτσί, litchi nut => Λιτσί, litchi chinensis => Λίτσι, litchi => Λίτσι, litchee => λήτσι,