FAQs About the word lite

ελαφρύ

having relatively few caloriesLittle.

φως,απλός,δίαιτα,φυσικός,απλός,άνοστος,άπαχος,Μη παχυντικό,αδυνάτισμα

βαρύς,πλούσιος,λίπος,Λιπαρός,λαδερό,λιπαρός,Βουτυρένιος,θερμιδικός,θερμογόνος,παχυντικός

litchi tree => Λιτσί, litchi nut => Λιτσί, litchi chinensis => Λίτσι, litchi => Λίτσι, litchee => λήτσι,