Greek Meaning of literacy
αλφαβητισμός
Other Greek words related to αλφαβητισμός
Nearest Words of literacy
- literal => κυριολεκτικός
- literal error => κυριολεκτικό λάθος
- literal interpretation => Κυριολεκτική ερμηνεία
- literalise => κυριολεκτώ
- literalism => Λογοκρισία
- literalist => Κυριολεκτικός
- literalization => κυριολεκτική
- literalize => κυριολεκτικά
- literalized => κυριολεκτικός
- literalizer => κυριολεκτικός
Definitions and Meaning of literacy in English
literacy (n)
the ability to read and write
literacy (n.)
State of being literate.
FAQs About the word literacy
αλφαβητισμός
the ability to read and writeState of being literate.
εκπαίδευση,Γνώση,μάθηση,υποτροφία,Πολιτισμός,Διαφωτισμός,εξεύρεση,εrudition,διδαχή,Ανάγνωση (anágnōsi)
Άγνοια,αναλφαβητισμός,αναλφαβητισμός,Λειτουργικός αναλφαβητισμός
liter => λίτρο, lite => ελαφρύ, litchi tree => Λιτσί, litchi nut => Λιτσί, litchi chinensis => Λίτσι,