FAQs About the word fattening

παχυντικός

subject to or used in the process of finishing or fattening up for slaughter

θερμιδικός,θερμογόνος,λίπος,Λιπαρός,λαδερό,λιπαρός,Βουτυρένιος,αηδής,γέμιση,υπερβολικά γλυκό

δίαιτα,φως,ελαφρύ,φυσικός,απλός,απλός,άνοστος,άπαχος,Μη παχυντικό,αδυνάτισμα

fattener => παχυντής, fattened => παχυνμένος, fatten up => παχαίνω, fatten out => Παχαίνω, fatten => παχαίνει,