Greek Meaning of sating
χορταστικό
Other Greek words related to χορταστικό
Nearest Words of sating
Definitions and Meaning of sating in English
sating (p. pr. & vb. n.)
of Sate
FAQs About the word sating
χορταστικό
of Sate
γέμιση,χορταστικός,θερμιδικός,θερμογόνος,αηδής,κρεμώδης,παχυντικός,υπερπλήρωση,υπερβολικά γλυκό,πικάντικο
φως,ελαφρύ,φυσικός,απλός,απλός,δίαιτα,άνοστος,άπαχος,Μη παχυντικό,αδυνάτισμα
satinette => Σατέν, satinet => σατέν, satin weave => Σατέν, satin walnut => Σατινέ καρυδιά, satin stitch => Κέντημα σατέν,