Greek Meaning of satirically
σαρκαστικά
Other Greek words related to σαρκαστικά
- αγκάθινος
- δάγκωμα
- σαρκαστικός
- κοφτερός
- δριμύς
- οξύ
- Όξινος
- οξεώδης
- δριμύς
- αμβλύς
- ζωηρός
- Καυστικός
- περιεκτικός
- διαβρωτικό
- σταυρός
- Κοπή
- κυνικός
- ειρωνικός
- ειρωνικός
- βυρσοδεψικό
- καυστικός
- σαρδόνιος
- καυστικός
- σαρκαστικός
- Τάρτα
- άτακτος
- Εύστροφος
- ξαφνικός
- στυφός
- πικρόχολος
- ύπουλα
- πικρός
- απότομος
- Κροκαλένια
- σύντομος
- ξηρός
- ειρωνικός
- ανέμελος
- βαρύς
- σκληρός
- οξυδερκής
- Ανανδρος
- απότομος
- περιεκτικός
- συγκινητικός
- αγανακτισμένος
- τραχύς
- καυτός
- σοβαρός
- ξινός
- ξινός
- ακανθώδης
- αυστηρός
- σύντομο
- τάρτα
- περιεκτικός
- ειρωνικός
- κοφτερός
- βιτριολικός
- ειρωνικός
- αιχμηρόγλωσσος
- θρασυς
- ακανθώδης
Nearest Words of satirically
Definitions and Meaning of satirically in English
satirically (r)
in a satirical manner
FAQs About the word satirically
σαρκαστικά
in a satirical manner
αγκάθινος,δάγκωμα,σαρκαστικός,κοφτερός,δριμύς,οξύ,Όξινος,οξεώδης,δριμύς,αμβλύς
αστείος,ήπιος,χαρούμενος,ήπιος,παιχνιδιάρικο,Ανιαρός,διπλωματικός,αστείος,λείο,αθλητικός
satirical => σατιρικός, satiric => σκωπτικός, satire => σάτιρα, sation => ικανοποίηση, satiny => σατέν,