Greek Meaning of mordant
βυρσοδεψικό
Other Greek words related to βυρσοδεψικό
- οξύ
- Όξινος
- αγκάθινος
- Καυστικός
- σαρκαστικός
- σκωπτικός
- σατιρικός
- στυφός
- δριμύς
- οξεώδης
- δριμύς
- δάγκωμα
- διαβρωτικό
- Κοπή
- κυνικός
- ειρωνικός
- ειρωνικός
- καυστικός
- σαρδόνιος
- καυτός
- καυστικός
- κοφτερός
- σαρκαστικός
- Τάρτα
- άτακτος
- Εύστροφος
- ξαφνικός
- πικρόχολος
- πικρός
- αμβλύς
- ζωηρός
- απότομος
- περιεκτικός
- Κροκαλένια
- σταυρός
- σύντομος
- ξηρός
- ειρωνικός
- ανέμελος
- βαρύς
- σκληρός
- οξυδερκής
- απότομος
- περιεκτικός
- συγκινητικός
- αγανακτισμένος
- σοβαρός
- ξινός
- ξινός
- ακανθώδης
- αυστηρός
- σύντομο
- τάρτα
- περιεκτικός
- ειρωνικός
- κοφτερός
- βιτριολικός
- ειρωνικός
- αιχμηρόγλωσσος
- θρασυς
- ακανθώδης
Nearest Words of mordant
- mordacity => δριμύτητα
- mordaciously => καυστικά
- mordacious => καυστικός
- morchellaceae => Μορτσέλλες
- morchella semilibera => Μορσέλλα ημι-ελεύθερη
- morchella esculenta => Μορτσέλλα η βρώσιμη
- morchella crassipes => Morchella crassipes
- morchella conica => Morchella conica
- morchella angusticeps => Μορτσέλα στενή κεφαλή
- morchella => Μορντσέλα
Definitions and Meaning of mordant in English
mordant (n)
a substance used to treat leather or other materials before dyeing; aids in dyeing process
mordant (s)
harshly ironic or sinister
of a substance, especially a strong acid; capable of destroying or eating away by chemical action
mordant (a.)
Biting; caustic; sarcastic; keen; severe.
Serving to fix colors.
mordant (n.)
Any corroding substance used in etching.
Any substance, as alum or copperas, which, having a twofold attraction for organic fibers and coloring matter, serves as a bond of union, and thus gives fixity to, or bites in, the dyes.
Any sticky matter by which the gold leaf is made to adhere.
mordant (v. t.)
To subject to the action of, or imbue with, a mordant; as, to mordant goods for dyeing.
FAQs About the word mordant
βυρσοδεψικό
a substance used to treat leather or other materials before dyeing; aids in dyeing process, harshly ironic or sinister, of a substance, especially a strong acid
οξύ,Όξινος,αγκάθινος,Καυστικός,σαρκαστικός,σκωπτικός,σατιρικός,στυφός,δριμύς,οξεώδης
αστείος,ήπιος,χαρούμενος,ήπιος,παιχνιδιάρικο,Ανιαρός,διπλωματικός,αστείος,ευγενικός,λείο
mordacity => δριμύτητα, mordaciously => καυστικά, mordacious => καυστικός, morchellaceae => Μορτσέλλες, morchella semilibera => Μορσέλλα ημι-ελεύθερη,