Greek Meaning of mordantly

καυστικά

Other Greek words related to καυστικά

Definitions and Meaning of mordantly in English

Webster

mordantly (adv.)

In the manner of a mordant.

FAQs About the word mordantly

καυστικά

In the manner of a mordant.

οξύ,Όξινος,αγκάθινος,Καυστικός,σαρκαστικός,σκωπτικός,σατιρικός,στυφός,δριμύς,οξεώδης

αστείος,ήπιος,χαρούμενος,ήπιος,παιχνιδιάρικο,Ανιαρός,διπλωματικός,αστείος,ευγενικός,λείο

mordanting => μορδάντ, mordanted => Μορδαντραρισμένος, mordant => βυρσοδεψικό, mordacity => δριμύτητα, mordaciously => καυστικά,