Greek Meaning of spiky

ακανθώδης

Other Greek words related to ακανθώδης

Definitions and Meaning of spiky in English

Wordnet

spiky (s)

having or as if having especially high-pitched spots

FAQs About the word spiky

ακανθώδης

having or as if having especially high-pitched spots

δριμύς,οξύ,Όξινος,οξεώδης,δριμύς,αγκάθινος,δάγκωμα,ζωηρός,Καυστικός,διαβρωτικό

αστείος,Ανιαρός,ήπιος,χαρούμενος,ήπιος,παιχνιδιάρικο,διπλωματικός,αστείος,ευγενικός,λείο

spikenard => νάρδος, spikemoss => Υδροπτερίδα, spikelike => μυτερός, spikelet => σταχύδιο, spiked loosestrife => Λυθραίος η ιτέα,