Greek Meaning of pithy

περιεκτικός

Other Greek words related to περιεκτικός

Definitions and Meaning of pithy in English

Wordnet

pithy (s)

concise and full of meaning

Webster

pithy (superl.)

Consisting wholly, or in part, of pith; abounding in pith; as, a pithy stem; a pithy fruit.

Having nervous energy; forceful; cogent.

FAQs About the word pithy

περιεκτικός

concise and full of meaningConsisting wholly, or in part, of pith; abounding in pith; as, a pithy stem; a pithy fruit., Having nervous energy; forceful; cogent.

σύντομος,περιεκτικός,περίληψη,αφοριστικός,αμβλύς,συμπαγής,περιεκτικός,Κροκαλένια,σύντομος,Ελλειπτικός

ελικοειδής,υπερβολικά ομιλητικός,περιπλάνηση,περιττός,επαναλαμβανόμενος,ταυτολογικός,φλύαρος,Ανεμώδης,μακροσκελής,περιφραστικός

pithsome => ασήμαντος, pit-hole => Λακκούβα, pithless => αναίσθητος, pithiness => πυκνότητα, pithily => με περιεκτικό τρόπο,