Greek Meaning of tautological

ταυτολογικός

Other Greek words related to ταυτολογικός

Definitions and Meaning of tautological in English

Wordnet

tautological (s)

repetition of same sense in different words

Webster

tautological (a.)

Involving tautology; having the same signification; as, tautological expression.

FAQs About the word tautological

ταυτολογικός

repetition of same sense in different wordsInvolving tautology; having the same signification; as, tautological expression.

περιττός,επαναλαμβανόμενος,ταυτολογικό,κοινωτικός,υπερβολικός,αέριος,φλύαρος,περιφραστικός,κουβεντολόγος,πολυλογάς

αφοριστικός,σύντομος,συμπαγής,περιεκτικός,Κροκαλένια,επιγραμματικός,περιεκτικός,διδακτικός,κοντός,σύντομο

tautologic => ταυτολογικός, tautogolabrus adspersus => Γκούντι, tautogolabrus => Αγγλέζικη τσιπούρα, tautochronous => ταυτοχρονικός, tautochrone => ταυτόχρονη,