Greek Meaning of laconic

λακωνικός

Other Greek words related to λακωνικός

Definitions and Meaning of laconic in English

Wordnet

laconic (s)

brief and to the point; effectively cut short

Webster

laconic (a.)

Alt. of Laconical

Webster

laconic (n.)

Laconism.

FAQs About the word laconic

λακωνικός

brief and to the point; effectively cut shortAlt. of Laconical, Laconism.

σύντομος,περιεκτικός,περίληψη,ξαφνικός,αφοριστικός,αμβλύς,απότομος,συμπαγής,περιεκτικός,Κροκαλένια

ελικοειδής,υπερβολικά ομιλητικός,περιπλάνηση,περιττός,επαναλαμβανόμενος,ταυτολογικός,φλύαρος,Ανεμώδης,μακροσκελής,περιφραστικός

laconian => λακωνικός, laconia => Λακωνία, lacmus => λουδοχαρτον, lacklustre => θαμπός, lackluster => θαμπό,