Greek Meaning of apothegmatic

αποφθεγματικός

Other Greek words related to αποφθεγματικός

Definitions and Meaning of apothegmatic in English

Wordnet

apothegmatic (a)

given to or characterized by terse apothegms

Wordnet

apothegmatic (s)

terse and witty and like a maxim

Webster

apothegmatic (a.)

Alt. of Apothegmatical

FAQs About the word apothegmatic

αποφθεγματικός

given to or characterized by terse apothegms, terse and witty and like a maximAlt. of Apothegmatical

σύντομος,περιεκτικός,επιγραμματικός,περίληψη,ξαφνικός,αφοριστικός,αμβλύς,κάψουλα,συμπαγής,περιεκτικός

ελικοειδής,διευρυμένο,υπερβολικός,υπερβολικά ομιλητικός,περιπλάνηση,περιττός,επαναλαμβανόμενος,ταυτολογικός,φλύαρος,Ανεμώδης

apothegm => Απόφθεγμα, apothecium => Αποθήκη, apothecial => αποθηκώδης, apothecia => Αποθήκες, apothecary's shop => φαρμακείο,