Greek Meaning of monosyllabic

μονοσύλλαβος

Other Greek words related to μονοσύλλαβος

Definitions and Meaning of monosyllabic in English

Wordnet

monosyllabic (s)

having or characterized by or consisting of one syllable

Webster

monosyllabic (a.)

Being a monosyllable, or composed of monosyllables; as, a monosyllabic word; a monosyllabic language.

FAQs About the word monosyllabic

μονοσύλλαβος

having or characterized by or consisting of one syllableBeing a monosyllable, or composed of monosyllables; as, a monosyllabic word; a monosyllabic language.

σύντομος,περιεκτικός,περίληψη,συντομευμένος,αφοριστικός,αμβλύς,απότομος,κάψουλα,συμπαγής,περιεκτικός

ελικοειδής,περιφραστικός,υπερβολικά ομιλητικός,περιπλάνηση,περιττός,επαναλαμβανόμενος,ταυτολογικός,φλύαρος,Ανεμώδης,μακροσκελής

monosulphuret => Μονοθειούχο, monosulphide => μονοσουλφίδιο, monostrophic => Μονοστροφικό, monostrophe => μονόστιχο, monostotic fibrous dysplasia => Μονοοστική ινώδης δυσπλασία,