Greek Meaning of monospermal
Μονοσπέρμιο
Other Greek words related to Μονοσπέρμιο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of monospermal
- monosperm => Μονοσπερμικός
- monospaced font => Μονοδιάστατη γραμματοσειρά
- monosomy => μονοσωμία
- monosodium glutamate => γλουταμινικό μονονάτριο
- monosepalous => Μονοφυής
- monosemy => Μονοσημία
- monosemous => Μονόσημο
- monosaccharose => μονοσακχαρίτης
- monosaccharide => Μονοσακχαρίτης
- monorhyme => Μονοστιχία
- monospermous => Μονοσπέρμιος
- monospherical => Μονοσφαιρικός
- monostich => μονόστιχο
- monostichous => μονόστιχο
- monostotic fibrous dysplasia => Μονοοστική ινώδης δυσπλασία
- monostrophe => μονόστιχο
- monostrophic => Μονοστροφικό
- monosulphide => μονοσουλφίδιο
- monosulphuret => Μονοθειούχο
- monosyllabic => μονοσύλλαβος
Definitions and Meaning of monospermal in English
monospermal (a.)
Alt. of Monospermous
FAQs About the word monospermal
Μονοσπέρμιο
Alt. of Monospermous
No synonyms found.
No antonyms found.
monosperm => Μονοσπερμικός, monospaced font => Μονοδιάστατη γραμματοσειρά, monosomy => μονοσωμία, monosodium glutamate => γλουταμινικό μονονάτριο, monosepalous => Μονοφυής,