Greek Meaning of long-winded

μακρύς

Other Greek words related to μακρύς

Definitions and Meaning of long-winded in English

Wordnet

long-winded (s)

using or containing too many words

Webster

long-winded (a.)

Long-breathed; hence, tediously long in speaking; consuming much time; as, a long-winded talker.

FAQs About the word long-winded

μακρύς

using or containing too many wordsLong-breathed; hence, tediously long in speaking; consuming much time; as, a long-winded talker.

περιπλάνηση,ελικοειδής,περιφραστικός,κοινωτικός,συνομιλίας,υπερβολικός,φλύαρος,πλεοναστικός,υπερβολικά ομιλητικός,περιττός

σύντομος,συμπαγής,περιεκτικός,Κροκαλένια,περιεκτικός,κοντός,σύντομο,περιεκτικός,συντομευμένος,συντομευμένο

long-wearing => Μακράς διαρκείας, longways dance => Μακρύς χορός, longways => κατά μήκος, long-waisted => Μακροκάσαλος, longulite => longulite,