FAQs About the word long-windedly

μακρυγoρήγητα

in a verbose manner

διάχυτα,εκτενώς,Περιττά,πολυλογίας,επανειλημμένα

σύντομα,σφιχτά,περιεκτικά,τραγανός,σύντομα,ελλειπτικά,λακωνικά,σύντομα,περιληπτικά,συνοπτικά

long-winded => μακρύς, long-wearing => Μακράς διαρκείας, longways dance => Μακρύς χορός, longways => κατά μήκος, long-waisted => Μακροκάσαλος,