Greek Meaning of redundantly
Περιττά
Other Greek words related to Περιττά
Nearest Words of redundantly
Definitions and Meaning of redundantly in English
redundantly (adv.)
In a refundant manner.
FAQs About the word redundantly
Περιττά
In a refundant manner.
επανειλημμένα,διάχυτα,εκτενώς,μακρυγoρήγητα,πολυλογίας
σύντομα,σφιχτά,περιεκτικά,τραγανός,σύντομα,ελλειπτικά,λακωνικά,σύντομα,περιληπτικά,συνοπτικά
redundant => περιττός, redundancy check => έλεγχος εφεδρείας, redundancy => πλεονασμός, redundance => πλεονασμός, reduit => Πυργίσκος,