FAQs About the word redundantly

Περιττά

In a refundant manner.

επανειλημμένα,διάχυτα,εκτενώς,μακρυγoρήγητα,πολυλογίας

σύντομα,σφιχτά,περιεκτικά,τραγανός,σύντομα,ελλειπτικά,λακωνικά,σύντομα,περιληπτικά,συνοπτικά

redundant => περιττός, redundancy check => έλεγχος εφεδρείας, redundancy => πλεονασμός, redundance => πλεονασμός, reduit => Πυργίσκος,