Greek Meaning of reduplicative

επαναληπτικός

Other Greek words related to επαναληπτικός

Definitions and Meaning of reduplicative in English

Webster

reduplicative (a.)

Double; formed by reduplication; reduplicate.

FAQs About the word reduplicative

επαναληπτικός

Double; formed by reduplication; reduplicate.

Αντίγραφο,μίμηση,Αντίγραφο,Αναπαραγωγή,άνθρακας,Αντίγραφο με άνθρακα,κλώνος,κούκλα,εξαπατώ,αντίγραφο

πρωτότυπο,πρωτότυπο,αρχέτυπο

reduplication => Διπλασιασμός, reduplicate => διπλασιάζω, redundantly => Περιττά, redundant => περιττός, redundancy check => έλεγχος εφεδρείας,