Greek Meaning of reduplicative
επαναληπτικός
Other Greek words related to επαναληπτικός
- Αντίγραφο
- μίμηση
- Αντίγραφο
- Αναπαραγωγή
- άνθρακας
- Αντίγραφο με άνθρακα
- κλώνος
- κούκλα
- εξαπατώ
- αντίγραφο
- διπλοτυπία
- Φαξ
- κοροϊδεύω
- Ανασυγκρότηση
- replica
- έκδοση
- Προσέγγιση
- πλαστό
- επιπλέον
- ψεύτικος
- πλαστογραφία
- εικόνα
- εντύπωση
- αποτύπωμα
- απομίμηση
- Ομοιότητα
- μινιατούρα
- μοντέλο
- ψεύτικος
- ψεύτικη
- Εκτύπωση
- Επαναδημιουργία
- μετενσάρκωση
- απάτη
- Σφραγίδα από καουτσούκ
- Ομοιότητα
- απάτη
- προσομοίωση
- εφεδρικό
Nearest Words of reduplicative
Definitions and Meaning of reduplicative in English
reduplicative (a.)
Double; formed by reduplication; reduplicate.
FAQs About the word reduplicative
επαναληπτικός
Double; formed by reduplication; reduplicate.
Αντίγραφο,μίμηση,Αντίγραφο,Αναπαραγωγή,άνθρακας,Αντίγραφο με άνθρακα,κλώνος,κούκλα,εξαπατώ,αντίγραφο
πρωτότυπο,πρωτότυπο,αρχέτυπο
reduplication => Διπλασιασμός, reduplicate => διπλασιάζω, redundantly => Περιττά, redundant => περιττός, redundancy check => έλεγχος εφεδρείας,