FAQs About the word rip off

απάτη

deprive somebody of something by deceit, take without the owner's consent, remove by pulling or ripping violently and forcefully, the act of stealing

κλοπή,αρπάζω,αρπαγή,Διαρρήκτης,Κλοπή με διάρρηξη,τσίμπημα,σάρωση

αγοράζω,αγορά (agora),συνεισφέρω,δίνω,παρόν,δωρίζω,δωρίσει,Παραδώσω

rip current => Ρεύμα αναρρόφησης, rip cord => Σχοινί απελευθέρωσης, rip => σκίζω, riotry => ταραχές, riotous => θορυβώδης,