Greek Meaning of knockoff
απομίμηση
Other Greek words related to απομίμηση
- σπάω
- σταματάω
- αποκόβω
- τέλος
- σταματώ
- απόλυση
- παραιτούμαι
- απενεργοποιώ
- σταματάω
- Σπάω
- χωρισμός
- μπορώ
- έλεγχος
- Συμπεραίνουμε
- κόβω
- καθυστέρηση
- διακόπτω
- σταγόνα
- τέλος
- σταματώ
- Αναστέλλω
- κλείσιμο
- (αποφύγω (από)
- παραιτούμαι
- τελείωσε
- Κουβάλημα
- διακόπτω
- σύλληψη
- μπλοκ
- αποκλεισμός
- Φρένο
- κλήση
- καταστέλλω
- ολοκληρωμένο
- φράγμα
- απενεργοποιήσετε
- καθυστερώ
- διαλύω
- εμποδίζω
- κρατώ
- απέχω
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- παύση
- ερείπια
- ντουλάπι
- Κολοκύθα
- πνίγω
- Γραμματόσημο
- Αδιάβροχο
- αμετάβλητος
- μένω
- στέλεχος
- ακροβατικό
- καταπιέζω
- γυρίζω πίσω
- βάζω τέλος σε
- συγκρατώ
Nearest Words of knockoff
Definitions and Meaning of knockoff in English
knockoff (n)
an unauthorized copy or imitation
FAQs About the word knockoff
απομίμηση
an unauthorized copy or imitation
σπάω,σταματάω,αποκόβω,τέλος,σταματώ,απόλυση,παραιτούμαι,απενεργοποιώ,σταματάω,Σπάω
Συνέχισε,συνεχίζω,Συνεχίζω,προχωρώ,τρέχω,πρόοδος,οδήγηση,Πρόοδος,συνεχίσει (με),προωθώ
knock-kneed => Γόνατα ραιβά προς τα μέσα, knock-knee => γόνατα βλαισά, knockings => χτυπήματα, knocking => χτύπημα, knocker => χτυπητήρι,