Greek Meaning of knockoff

απομίμηση

Other Greek words related to απομίμηση

Definitions and Meaning of knockoff in English

Wordnet

knockoff (n)

an unauthorized copy or imitation

FAQs About the word knockoff

απομίμηση

an unauthorized copy or imitation

σπάω,σταματάω,αποκόβω,τέλος,σταματώ,απόλυση,παραιτούμαι,απενεργοποιώ,σταματάω,Σπάω

Συνέχισε,συνεχίζω,Συνεχίζω,προχωρώ,τρέχω,πρόοδος,οδήγηση,Πρόοδος,συνεχίσει (με),προωθώ

knock-kneed => Γόνατα ραιβά προς τα μέσα, knock-knee => γόνατα βλαισά, knockings => χτυπήματα, knocking => χτύπημα, knocker => χτυπητήρι,