Greek Meaning of clamp down
καταστέλλω
Other Greek words related to καταστέλλω
- σύλληψη
- Φρένο
- έλεγχος
- απέχω
- Κολοκύθα
- πνίγω
- Γραμματόσημο
- ακροβατικό
- καταπιέζω
- Αναστέλλω
- γυρίζω πίσω
- συγκρατώ
- καταργώ
- διακόπτω
- ακυρώνω
- μπλοκ
- αποκλεισμός
- κλήση
- αποκόβω
- κόβω
- φράγμα
- καθυστέρηση
- καθυστερώ
- διαλύω
- εμποδίζω
- κρατώ
- εμποδίζω
- απόλυση
- εμποδίζω
- παύση
- ερείπια
- ντουλάπι
- απενεργοποιώ
- καπνός μύτης
- Αδιάβροχο
- αμετάβλητος
- μένω
- στέλεχος
- κλείσιμο
- σπάω
- χωρισμός
- μπορώ
- σταματάω
- ολοκληρωμένο
- Συμπεραίνουμε
- απενεργοποιήσετε
- διακόπτω
- τέλος
- τέλος
- σταματώ
- τέλος
- απομίμηση
- σταματώ
- παραιτούμαι
- σταματάω
- (αποφύγω (από)
- παραιτούμαι
- Κουβάλημα
Nearest Words of clamp down
Definitions and Meaning of clamp down in English
clamp down (v)
repress or suppress (something regarded as undesirable)
FAQs About the word clamp down
καταστέλλω
repress or suppress (something regarded as undesirable)
σύλληψη,Φρένο,έλεγχος,απέχω,Κολοκύθα,πνίγω,Γραμματόσημο,ακροβατικό,καταπιέζω,Αναστέλλω
Συνέχισε,συνεχίζω,Συνεχίζω,προχωρώ,τρέχω,πρόοδος,Πρόοδος,συνεχίσει (με),οδήγηση,προωθώ
clamp => Κλιπ, clamouring => Θορυβώδης, clamour => Θόρυβος, clamorously => θορυβωδώς, clamorous => θορυβώδης,