Greek Meaning of clampdown

καταστολή

Other Greek words related to καταστολή

Definitions and Meaning of clampdown in English

Wordnet

clampdown (n)

sudden restriction on an activity

FAQs About the word clampdown

καταστολή

sudden restriction on an activity

σύλληψη,Φρένο,έλεγχος,απέχω,Κολοκύθα,πνίγω,Γραμματόσημο,ακροβατικό,καταπιέζω,Αναστέλλω

Συνέχισε,συνεχίζω,Συνεχίζω,προχωρώ,τρέχω,πρόοδος,Πρόοδος,συνεχίσει (με),οδήγηση,προωθώ

clamp down => καταστέλλω, clamp => Κλιπ, clamouring => Θορυβώδης, clamour => Θόρυβος, clamorously => θορυβωδώς,