Greek Meaning of clamping

σφίξιμο

Other Greek words related to σφίξιμο

Definitions and Meaning of clamping in English

Webster

clamping (p. pr. & vb. n.)

of Clamp

FAQs About the word clamping

σφίξιμο

of Clamp

αγκύρωση,στερέωση,ωτο-στόπ,προστασία,αλίευση,επιδιόρθωση,αγκυροβόλιο,ρύθμιση,σφήνωση,ενσωμάτωση

εξαγωγή,χαλάρωση,χαλαρός,τράβηγμα,ξεκούμπωμα,περίεργος,εκρίζωση,σχίζοντας (έξω),μη στερέωσης,χαλάρωση, χαλάρωμα, απελευθέρωση, ελευθερία

clamper => σφιγκτήρας, clamped => σταθεροποιημένο, clampdown => καταστολή, clamp down => καταστέλλω, clamp => Κλιπ,