Greek Meaning of clandestinity
μυστικότητα
Other Greek words related to μυστικότητα
- κρυμμένος
- ιδιωτικό
- κλέβω
- κρυφός
- μυστικός
- υπόγειος
- Πίσω σκάλες
- Πίσω από τις σκηνές
- κρυφός
- κρυφό και μυστικό
- κρυφά
- τουαλέτα
- μυστικό
- κλεφτό
- ύπουλος
- μυστικότητα
- κρυφό
- στα κρυφά
- Δόλιος.
- Αποκάλυπτο
- πίσω κανάλι
- ταξινομημένος
- κεκλεισμένων των θυρών
- κρυμμένο
- εμπιστευτικός
- κρυμμένος
- κρυφά
- Εκτός πλαισίου
- περιορισμένος
- εκκρινόμενο
- υπόγειος
- Άκρως απόρρητο
- Μη εγγεγραμμένος
- μη διαφημιζόμενο
- ακάλυπτος
Nearest Words of clandestinity
Definitions and Meaning of clandestinity in English
clandestinity (n.)
Privacy or secrecy.
FAQs About the word clandestinity
μυστικότητα
Privacy or secrecy.
κρυμμένος,ιδιωτικό,κλέβω,κρυφός,μυστικός,υπόγειος,Πίσω σκάλες,Πίσω από τις σκηνές,κρυφός,κρυφό και μυστικό
ανοιχτό,Φανερός, Άδηλος,Δημόσιος,αναγνωρισμένος,ομολογημένος,απλός,αταξινόμητος,απεριόριστος,καθαρά,σαφής
clandestine operation => Μυστική επιχείρηση, clandestine => κρυφός, clancularly => κρυφά, clancular => φυλή, clan member => μέλος φυλής,