Greek Meaning of acknowledged

αναγνωρισμένος

Other Greek words related to αναγνωρισμένος

Definitions and Meaning of acknowledged in English

Wordnet

acknowledged (a)

recognized or made known or admitted

Wordnet

acknowledged (s)

generally accepted

Webster

acknowledged (imp. & p. p.)

of Acknowledge

FAQs About the word acknowledged

αναγνωρισμένος

recognized or made known or admitted, generally acceptedof Acknowledge

αναγνωρισμένος,σεβαστός,εξαίρετος,εξέχον,Εξαιρετικός.,αγαπημένος,διαπρεπής,σημαντικός,κορυφαία,αξιοσημείωτος

Ανώνυμος,ασήμαντος,ασαφής,ασήμαντο,Άγνωστος,αδούλωτος,διακριτικός,ανώνυμος,αδιάφορος,ατιμασμένος

acknowledgeable => Αναγνωρίσιμος, acknowledge => αναγνωρίζω, acknow => αναγνωρίζω, ackee => Ackee, ack-ack gun => Αντιαεροπορικό πυροβόλο,