Greek Meaning of unsung

αδούλωτος

Other Greek words related to αδούλωτος

Definitions and Meaning of unsung in English

Wordnet

unsung (s)

not famous or acclaimed

having value that is not acknowledged

FAQs About the word unsung

αδούλωτος

not famous or acclaimed, having value that is not acknowledged

ασαφής,Άγνωστος,Ανώνυμος,ανήλικος,ανώνυμος,ασήμαντο,αντιδημοφιλής,μη αναγνωρισμένα,ανώνυμος,ατιμασμένος

γιορτάζεται,μυθικός,καταπληκτικός,διάσημος,διάσημος,μεγάλος, καταπληκτικός,θρυλικός,αξιοσημείωτος,σημείωσε,διαβόητος

unsullied => αμόλυντος, unsuited => ακατάλληλος, unsuitably => ακατάλληλα, unsuitableness => ακαταλληλότητα, unsuitable => ακατάλληλος,